Ζερβό:

Το αριστερό, ανάποδο, αριστερή πλευρά. Το σκιερό μέρος, που δεν το χτυπάει το φώς τού ήλιου.

Πούντιασαμι ιδώ απ’καθέμαστι, ιδωϊάς είνι ζερβό, πάμι να καθήσουμι απ’ την άλλ(η) απ’όχ(ει) ήλιου!

 

Αβέρτο:

Το ανοιχτό μέρος, απλωσιά.

Να ρίξουμι κι αυτόν τούν τοίχου ιδωαϊάς, για να είνι αβέρτο κι νά’χουμι χώρου πουλύ, να χουράν κι δυό κριβάτια.

Τσατάλια:

Τα πόδια, η λέξη προέρχεται απ’ το μακρύ κομμάτι ξύλου με διακλαδώσεις, τσατάλα.

Μάζιψι τα τσατάλια’ς μ’απλώθκες στη ντιβανοκασιέλα λες κι ίσι μαναχό’ς!

Τι πεθύμ’σι η γκαστριά’ς:

Τι λαχτάρησε η όρεξή σου; έκφραση για την όρεξη, που προέρχεται απ’την διαρκή όρεξη της εγκύου για φαγητό.

Κουψίδια πεθύμσ’ι η γκαστριά’ς; ξικήνσ’σα να σ’φκιάξου.

Μονάντερος:

Αυτός που δεν χορταίνει, ο αχόρταγος.

Αγιέμ’ πού τού βάν’ς τόσου φαί; μονάντερος είσι;

Καφόμπρικα:

Το μπρίκι για τον καφέ, ή τα σκεύη για τον καφε μπρίκι φλυτζάνια.

Τά’πλυνες τα καφόμπρικα να φτιάξουμι μια στάλα καφιέ να πιούμι;

Λούρα:

Η βέργα, και αναλόγως τα συμφραζόμενα το μεγάλο λουρί.

Κάτσιτι καλά μη πάρου τη λούρα κι σας μιτρήσου τα παΐδια ιένα ιένα.

Κλάρα:

Μεγάλο κλαδί.

Αϊτι κιαρατά κι πιάσου την κλάρα! θα σι κάνου μαύρου στού ξύλου.

θα πάει η μσή χαμιέν’:

Έκφραση που δηλώνει την υπεροχή δύναμης κάποιου, έναντι κάποιου  άλλου που μειονεκτεί σε δύναμη και είναι περιττό να εμπλακεί μαζί του, λόγω τής αδυναμίας του.

Πιδάκι’μ ιέτσ’ κι σ’ρίξου κανιά κλουτσιά θα πάει η μ’σή χαμιέν’, για αυτό άι κάτσι ικεί απ’ κάθισι κι μη μιλάς ντίπ.

Ηλάκος:

Υποκοριστικό τού ήλιου.

Ιέχ’ ζιέστα, βγιέκα όξου μια στάλα κι κάτσι στούν ηλάκο να ζισταθεί του κουκαλάκι’ς.

error: Content is protected !!