Στριντζώνομαι:

Πιέζομαι, στριμώχνομαι.

Τι μι στρίτζουσις ιδω στη γουνία; άφκεμι να πάρου ανάσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!