Σαπακιάζω:

Ρίχνω ξύλο, δέρνω.

Τούν σαπάκιασι στού ξύλου μόλις τούν ιέπισι απ’ τούν γιακά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!