Ρεκουβέλαξα:

Ούρλιαξα και μούγγρισα σα ζώο ταυτόχρονα.

Ασι’μ σ’ λέου ρεκουβέλαξα απ’ τούν πόνου ιψές βράδ’, θα πάου να του βγάλου του δόντ’ σιήμιρα κι’όλα, δε βαστάου άλλου σ’ λέου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!