Ξαφτιάζω:

Κόβω το αυτί κάποιου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται και σαν απειλή τιμωρίας.

Θα σί ξαφτιάσου κακουμοίρκου’μ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!