Ντούχνιασε, ή ντουχμάνιασε:

Χώρος δωμάτιο που είναι γεμάτο καπνό.

Ανξι τα παράθυρα ντουχμάνιασι ου τόπος απ’ τα τσ’γάρα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!