Μαλλιαγράου:

Βγάζω μαλλί απ τη ρόκα ή αγγίζω ή πειράζω επίμονα κάτι με τα χέρια.

Αστου τού γατσόπλου καταή κι μη του μαλλιγράς κι κουλλήεις κανιά αστένεια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!