Κορδοκ’λιέμαι, κουρδουκ’λιέμαι:

Κυλιέμαι στο έδαφος ή στο πάτωμα.

Τι κουρδουκ’λιέσαι αρέ καταή; πάλαι νουμίεις ουότ’ θα βάνου του σκαφίδ’ να σι ξιβρουμίσου; ιέτ’ς θα σ’ αφήσου ρε κιαρατά να σκλικιάεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!