Γκαβάδι, γκάβακας:

Στραβός, τυφλός.

Ωρέ ντίπ γκαβάδιασις;

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!