Αφαλοκόβω:

Κόβω τον αφαλό, τον ομφάλιο λώρο βρέφους. Επίσης και απειλή για τιμωρία μεταφορικά.

Κάτσι καλά μη σ’αφαλουκόψω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!