Αλάνταβος:

Ατσαλος ή λαίμαργος ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Μη τρώς αλάνταβα πιδάκι’μ θα σ’ καθήσ’ στού λιμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!